- μίμαρκυς
- μίμαρκυς, -άρκυος, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῡ ἱερείου μεθ' αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός».[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση (ΙΕ ρίζα *marku- ή *morku-) και συνδέεται με αγγλοσαξ. mearh «λουκάνικο», νορβ. mor «λουκάνικο από εντόσθια», αρχ. ισλδ. morr «λίπος από εντόσθια», χετιττ. markanzi «κομματιάζουν». Κατ' άλλη άποψη, πιο πιθανή, πρόκειται για δάνεια λ. από τη Χετιττική ή από κάποια μικρασιατική γλώσσα].
Dictionary of Greek. 2013.